- γνωμονικός
- γνωμονικόςjudging by rulemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνωμονικός — γνωμονικός, ή, όν (Α) [γνώμων] 1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια 3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική) η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών … Dictionary of Greek
γνωμονικά — γνωμονικός judging by rule neut nom/voc/acc pl γνωμονικά̱ , γνωμονικός judging by rule fem nom/voc/acc dual γνωμονικά̱ , γνωμονικός judging by rule fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικῶν — γνωμονικός judging by rule fem gen pl γνωμονικός judging by rule masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικόν — γνωμονικός judging by rule masc acc sg γνωμονικός judging by rule neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικαῖς — γνωμονικός judging by rule fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικοῖς — γνωμονικός judging by rule masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικοί — γνωμονικός judging by rule masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικοῦ — γνωμονικός judging by rule masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικούς — γνωμονικός judging by rule masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικωτέροις — γνωμονικός judging by rule masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)